- ρεγάλα
- η, Νμουσ. βλ. ρεγκάλ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεγκάλ — και ρεγάλα, το, Ν μουσ. μικρό φορητό υδραυλικό όργανο που έχει, συνήθως, μία μόνο σειρά από αυλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. regale «μικρό πνευστό όργανο», πιθ. < λατ. regalis «βασιλικός»] … Dictionary of Greek